- καρτελοθήκη
- ηειδικό έπιπλο για την τήρηση καρτελών με ορισμένη διάταξη και με ειδικές ενδείξεις για τη διευκόλυνση τού έργου τής ταξινόμησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτέλα + -θήκη (< θήκη < τίθημι), πρβλ. αρχειο-θήκη, λειψανο-θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.